πυλωρεκτομία

πυλωρεκτομία
και πυλωρεκτομή, η, Ν
η χειρουργική αφαίρεση τού πυλωρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pylorectomie (< πυλωρός «το κατώτερο στόμιο τού στομάχου» + εκτομή + κατάλ. -ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”